- κηρωματιστής
- κηρ-ωματιστής, οῦ, ὁ,A one who anoints with
κήρωμα 1
, Sch.Ar.Eq.490.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κήρωμα 1
, Sch.Ar.Eq.490.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηρωματιστής — κηρωματιστής, ὁ (Α) αυτός που άλειφε με κήρωμα, με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρωμα, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. *κηρωματ ίζω] … Dictionary of Greek
κηρωματισταί — κηρωματιστής one who anoints with masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)